Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορμάομαι
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
View word page
ἀφορμίζομαι
loose one's
ShortDef
loose one's
Debugging
Headword:
ἀφορμίζομαι
Headword (normalized):
ἀφορμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αφορμιζομαι
IDX:
16053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16054
Key:
Data
{'content': "loose one's"}