Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορμάομαι
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
View word page
ἀφορμάω
to make to start from

ShortDef

to make to start from

Debugging

Headword:
ἀφορμάω
Headword (normalized):
ἀφορμάω
Headword (normalized/stripped):
αφορμαω
IDX:
16050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16051
Key:

Data

{'content': 'to make to start from'}