Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορμάομαι
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
View word page
ἀφορμάομαι
set out
ShortDef
set out
Debugging
Headword:
ἀφορμάομαι
Headword (normalized):
ἀφορμάομαι
Headword (normalized/stripped):
αφορμαομαι
IDX:
16049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16050
Key:
Data
{'content': 'set out'}