Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορμάομαι
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
View word page
ἀφοριστικός
delimiting

ShortDef

delimiting

Debugging

Headword:
ἀφοριστικός
Headword (normalized):
ἀφοριστικός
Headword (normalized/stripped):
αφοριστικος
IDX:
16048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16049
Key:

Data

{'content': 'delimiting'}