Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφόρασις
ἀφοράω
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορμάομαι
View word page
ἀφορέω
to be barren

ShortDef

to be barren

Debugging

Headword:
ἀφορέω
Headword (normalized):
ἀφορέω
Headword (normalized/stripped):
αφορεω
IDX:
16039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16040
Key:

Data

{'content': 'to be barren'}