Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφόρασις
ἀφοράω
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
View word page
ἀφοπλιστής
one who disarms

ShortDef

one who disarms

Debugging

Headword:
ἀφοπλιστής
Headword (normalized):
ἀφοπλιστής
Headword (normalized/stripped):
αφοπλιστης
IDX:
16035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16036
Key:

Data

{'content': 'one who disarms'}