Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφόρασις
ἀφοράω
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόρισμα
View word page
ἀφοπλισμός
disarming
ShortDef
disarming
Debugging
Headword:
ἀφοπλισμός
Headword (normalized):
ἀφοπλισμός
Headword (normalized/stripped):
αφοπλισμος
IDX:
16034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16035
Key:
Data
{'content': 'disarming'}