Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφόρασις
ἀφοράω
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
View word page
ἀφομοιωτικός
assimilative
ShortDef
assimilative
Debugging
Headword:
ἀφομοιωτικός
Headword (normalized):
ἀφομοιωτικός
Headword (normalized/stripped):
αφομοιωτικος
IDX:
16032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16033
Key:
Data
{'content': 'assimilative'}