Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφόρασις
ἀφοράω
ἀφόρδιον
ἀφορέω
View word page
ἀφομοιωματικός
assimilative

ShortDef

assimilative

Debugging

Headword:
ἀφομοιωματικός
Headword (normalized):
ἀφομοιωματικός
Headword (normalized/stripped):
αφομοιωματικος
IDX:
16029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16030
Key:

Data

{'content': 'assimilative'}