Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
View word page
ἀφομιλέω
avoid, escape, a comitatu
ShortDef
avoid, escape, a comitatu
Debugging
Headword:
ἀφομιλέω
Headword (normalized):
ἀφομιλέω
Headword (normalized/stripped):
αφομιλεω
IDX:
16025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16026
Key:
Data
{'content': 'avoid, escape, a comitatu'}