Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
View word page
ἀφολκή
evacuation, depletion

ShortDef

evacuation, depletion

Debugging

Headword:
ἀφολκή
Headword (normalized):
ἀφολκή
Headword (normalized/stripped):
αφολκη
IDX:
16023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16024
Key:

Data

{'content': 'evacuation, depletion'}