Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
View word page
ἀφολίδωτος
not sheathed in scales

ShortDef

not sheathed in scales

Debugging

Headword:
ἀφολίδωτος
Headword (normalized):
ἀφολίδωτος
Headword (normalized/stripped):
αφολιδωτος
IDX:
16022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16023
Key:

Data

{'content': 'not sheathed in scales'}