Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
View word page
ἀφοίτητος
untrodden, inaccessible

ShortDef

untrodden, inaccessible

Debugging

Headword:
ἀφοίτητος
Headword (normalized):
ἀφοίτητος
Headword (normalized/stripped):
αφοιτητος
IDX:
16021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16022
Key:

Data

{'content': 'untrodden, inaccessible'}