Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
View word page
ἀφοίβαντος
uncleansed, unclean

ShortDef

uncleansed, unclean

Debugging

Headword:
ἀφοίβαντος
Headword (normalized):
ἀφοίβαντος
Headword (normalized/stripped):
αφοιβαντος
IDX:
16019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16020
Key:

Data

{'content': 'uncleansed, unclean'}