Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
View word page
ἄφοδος
a going away, departure

ShortDef

a going away, departure

Debugging

Headword:
ἄφοδος
Headword (normalized):
ἄφοδος
Headword (normalized/stripped):
αφοδος
IDX:
16018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16019
Key:

Data

{'content': 'a going away, departure'}