Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
View word page
ἀφοδεύω
go to stool, discharge excrement
ShortDef
go to stool, discharge excrement
Debugging
Headword:
ἀφοδεύω
Headword (normalized):
ἀφοδεύω
Headword (normalized/stripped):
αφοδευω
IDX:
16017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16018
Key:
Data
{'content': 'go to stool, discharge excrement'}