Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄφνω
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
View word page
ἀφοδευτικός
night-stool

ShortDef

night-stool

Debugging

Headword:
ἀφοδευτικός
Headword (normalized):
ἀφοδευτικός
Headword (normalized/stripped):
αφοδευτικος
IDX:
16016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16017
Key:

Data

{'content': 'night-stool'}