Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφνίδιος
ἄφνω
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
View word page
ἀφοδευτήριον
night-stool
ShortDef
night-stool
Debugging
Headword:
ἀφοδευτήριον
Headword (normalized):
ἀφοδευτήριον
Headword (normalized/stripped):
αφοδευτηριον
IDX:
16015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16016
Key:
Data
{'content': 'night-stool'}