Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφλοισμός
ἀφλύαρος
ἀφλυκταίνωτος
ἀφνειός
ἀφνεός
ἀφνίδιος
ἄφνω
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοίνικτος
View word page
ἀφοβοποιός
removing fear, calming

ShortDef

removing fear, calming

Debugging

Headword:
ἀφοβοποιός
Headword (normalized):
ἀφοβοποιός
Headword (normalized/stripped):
αφοβοποιος
IDX:
16010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16011
Key:

Data

{'content': 'removing fear, calming'}