Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀηθέσσω
ἀηθέω
ἀήθης
ἀηθίζομαι
ἄημα
ἄημι
Ἀηνόβαρβος
ἀήρ
ἄησις
ἀήσσητος
ἀήσυλος
ἀήσυρος
ἀητέομαι
ἀήτη
ἀήτης
ἀητόρρους
ἄητος
ἄητος2
ἄηχος
ἀθαλάμευτος
ἀθαλασσία
View word page
ἀήσυλος
wicked
ShortDef
wicked
Debugging
Headword:
ἀήσυλος
Headword (normalized):
ἀήσυλος
Headword (normalized/stripped):
αησυλος
IDX:
1600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1601
Key:
Data
{'content': 'wicked'}