Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄφλοιος
ἄφλοισβος
ἀφλοισμός
ἀφλύαρος
ἀφλυκταίνωτος
ἀφνειός
ἀφνεός
ἀφνίδιος
ἄφνω
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
ἄφοδος
View word page
ἀφόβητος
without fear of

ShortDef

without fear of

Debugging

Headword:
ἀφόβητος
Headword (normalized):
ἀφόβητος
Headword (normalized/stripped):
αφοβητος
IDX:
16008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16009
Key:

Data

{'content': 'without fear of'}