Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφλογος
ἄφλοιος
ἄφλοισβος
ἀφλοισμός
ἀφλύαρος
ἀφλυκταίνωτος
ἀφνειός
ἀφνεός
ἀφνίδιος
ἄφνω
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικός
ἀφοδεύω
View word page
ἀφοβέω
to be fearless
ShortDef
to be fearless
Debugging
Headword:
ἀφοβέω
Headword (normalized):
ἀφοβέω
Headword (normalized/stripped):
αφοβεω
IDX:
16007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16008
Key:
Data
{'content': 'to be fearless'}