Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄφλεκτος
ἀφλόγιστος
ἄφλογος
ἄφλοιος
ἄφλοισβος
ἀφλοισμός
ἀφλύαρος
ἀφλυκταίνωτος
ἀφνειός
ἀφνεός
ἀφνίδιος
ἄφνω
ἀφοβέω
ἀφόβητος
ἀφοβία
ἀφοβοποιός
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
View word page
ἀφνίδιος
unforeseen, sudden

ShortDef

unforeseen, sudden

Debugging

Headword:
ἀφνίδιος
Headword (normalized):
ἀφνίδιος
Headword (normalized/stripped):
αφνιδιος
IDX:
16005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16006
Key:

Data

{'content': 'unforeseen, sudden'}