Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἃ
α
αʹ
ἀάατος
ἀαγής
ἄαδα
ἀάζω
ἀακίδωτος
ἄανθα
ἄαπτος
Ἀαρών
ἄας
ἀασιφρονία
ἀασμός
ἀατήρ
ἄατος
ἄατος2
ἀάω
ἄβαγνα
ἀβαθής
ἄβαθρος
View word page
Ἀαρών
Aaron
ShortDef
Aaron
Debugging
Headword:
Ἀαρών
Headword (normalized):
ἀαρών
Headword (normalized/stripped):
ααρων
IDX:
15
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16
Key:
Data
{'content': 'Aaron'}