Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄφιππος
ἀφίπταμαι
ἀφίσταμι
ἀφιστάνω
ἀφίστημι
ἀφιστορέω
ἄφλαστον
ἄφλεβος
ἀφλεγής
ἀφλέγμαντος
ἄφλεκτος
ἀφλόγιστος
ἄφλογος
ἄφλοιος
ἄφλοισβος
ἀφλοισμός
ἀφλύαρος
ἀφλυκταίνωτος
ἀφνειός
ἀφνεός
ἀφνίδιος
View word page
ἄφλεκτος
unburnt, unconsumed by fire

ShortDef

unburnt, unconsumed by fire

Debugging

Headword:
ἄφλεκτος
Headword (normalized):
ἄφλεκτος
Headword (normalized/stripped):
αφλεκτος
IDX:
15995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15996
Key:

Data

{'content': 'unburnt, unconsumed by fire'}