Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφιλοστοργία
ἀφιλόστοργος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἀφιλόψυχος
ἀφιματόω
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἀφιπποδρομά
ἀφιππολαμπάς
ἄφιππος
ἀφίπταμαι
ἀφίσταμι
ἀφιστάνω
ἀφίστημι
ἀφιστορέω
ἄφλαστον
ἄφλεβος
View word page
ἀφιππία
awkwardness in riding

ShortDef

awkwardness in riding

Debugging

Headword:
ἀφιππία
Headword (normalized):
ἀφιππία
Headword (normalized/stripped):
αφιππια
IDX:
15982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15983
Key:

Data

{'content': 'awkwardness in riding'}