Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοστοργία
ἀφιλόστοργος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἀφιλόψυχος
ἀφιματόω
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἀφιπποδρομά
ἀφιππολαμπάς
ἄφιππος
ἀφίπταμαι
ἀφίσταμι
ἀφιστάνω
ἀφίστημι
ἀφιστορέω
ἄφλαστον
View word page
ἀφιππεύω
to ride off, away

ShortDef

to ride off, away

Debugging

Headword:
ἀφιππεύω
Headword (normalized):
ἀφιππεύω
Headword (normalized/stripped):
αφιππευω
IDX:
15981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15982
Key:

Data

{'content': 'to ride off, away'}