Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφιλόσοφος
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοστοργία
ἀφιλόστοργος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἀφιλόψυχος
ἀφιματόω
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἀφιπποδρομά
ἀφιππολαμπάς
ἄφιππος
ἀφίπταμαι
ἀφίσταμι
ἀφιστάνω
ἀφίστημι
ἀφιστορέω
View word page
ἀφιππάζομαι
to ride off
ShortDef
to ride off
Debugging
Headword:
ἀφιππάζομαι
Headword (normalized):
ἀφιππάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αφιππαζομαι
IDX:
15980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15981
Key:
Data
{'content': 'to ride off'}