Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφιλόλογος
ἀφιλόνεικος
ἀφιλόξενος
ἀφιλοπλουτία
ἀφιλόπονος
ἀφιλοπρωτία
ἄφιλος
ἀφιλοσόφητος
ἀφιλοσοφία
ἀφιλόσοφος
ἀφιλοστάχυος
ἀφιλοστοργία
ἀφιλόστοργος
ἀφιλοτιμία
ἀφιλότιμος
ἀφιλοχρηματία
ἀφιλόψυχος
ἀφιματόω
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
View word page
ἀφιλοστάχυος
without ears of grain, starving

ShortDef

without ears of grain, starving

Debugging

Headword:
ἀφιλοστάχυος
Headword (normalized):
ἀφιλοστάχυος
Headword (normalized/stripped):
αφιλοσταχυος
IDX:
15971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15972
Key:

Data

{'content': 'without ears of grain, starving'}