Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀηδόνιος
ἀηδονίς
ἀηδοποιός
ἀηδών
ἀήθεια
ἀηθέσσω
ἀηθέω
ἀήθης
ἀηθίζομαι
ἄημα
ἄημι
Ἀηνόβαρβος
ἀήρ
ἄησις
ἀήσσητος
ἀήσυλος
ἀήσυρος
ἀητέομαι
ἀήτη
ἀήτης
ἀητόρρους
View word page
ἄημι
to breathe hard, blow
ShortDef
to breathe hard, blow
Debugging
Headword:
ἄημι
Headword (normalized):
ἄημι
Headword (normalized/stripped):
αημι
IDX:
1595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1596
Key:
Data
{'content': 'to breathe hard, blow'}