Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφιλάσκομαι
ἀφίλαυτος
ἀφιλέχθρως
ἀφιλήδονος
ἀφίλητος
ἀφιλία
ἀφιλίωτος
ἀφιλοδοξέω
ἀφιλόδοξος
ἀφιλοικτίρμων
ἀφιλοκάλητος
ἀφιλοκαλία
ἀφιλοκαλοκαγαθία
ἀφιλόκαλος
ἀφιλόλογος
ἀφιλόνεικος
ἀφιλόξενος
ἀφιλοπλουτία
ἀφιλόπονος
ἀφιλοπρωτία
ἄφιλος
View word page
ἀφιλοκάλητος
without adornment

ShortDef

without adornment

Debugging

Headword:
ἀφιλοκάλητος
Headword (normalized):
ἀφιλοκάλητος
Headword (normalized/stripped):
αφιλοκαλητος
IDX:
15957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15958
Key:

Data

{'content': 'without adornment'}