Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφικτός
ἀφίκτωρ
ἀφίκω
ἀφιλάγαθος
ἀφιλανθρωπία
ἀφιλάνθρωπος
ἀφιλαργυρία
ἀφιλάργυρος
ἀφιλαρόω
ἀφιλαρύνω
ἀφιλάσκομαι
ἀφίλαυτος
ἀφιλέχθρως
ἀφιλήδονος
ἀφίλητος
ἀφιλία
ἀφιλίωτος
ἀφιλοδοξέω
ἀφιλόδοξος
ἀφιλοικτίρμων
ἀφιλοκάλητος
View word page
ἀφιλάσκομαι
appease

ShortDef

appease

Debugging

Headword:
ἀφιλάσκομαι
Headword (normalized):
ἀφιλάσκομαι
Headword (normalized/stripped):
αφιλασκομαι
IDX:
15947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15948
Key:

Data

{'content': 'appease'}