Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφίδρωσις
ἀφιδρωτήριον
ἀφιερόω
ἀφιέρωσις
ἀφιζάνω
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
ἀφικτός
ἀφίκτωρ
ἀφίκω
ἀφιλάγαθος
ἀφιλανθρωπία
ἀφιλάνθρωπος
ἀφιλαργυρία
ἀφιλάργυρος
ἀφιλαρόω
ἀφιλαρύνω
ἀφιλάσκομαι
ἀφίλαυτος
ἀφιλέχθρως
View word page
ἀφίκω
extend, reach

ShortDef

extend, reach

Debugging

Headword:
ἀφίκω
Headword (normalized):
ἀφίκω
Headword (normalized/stripped):
αφικω
IDX:
15939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15940
Key:

Data

{'content': 'extend, reach'}