Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφίδρυμα
ἀφίδρυσις
ἀφιδρύω
ἀφίδρωσις
ἀφιδρωτήριον
ἀφιερόω
ἀφιέρωσις
ἀφιζάνω
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
ἀφικτός
ἀφίκτωρ
ἀφίκω
ἀφιλάγαθος
ἀφιλανθρωπία
ἀφιλάνθρωπος
ἀφιλαργυρία
ἀφιλάργυρος
ἀφιλαρόω
ἀφιλαρύνω
View word page
ἀφικνέομαι
to come to

ShortDef

to come to

Debugging

Headword:
ἀφικνέομαι
Headword (normalized):
ἀφικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
αφικνεομαι
IDX:
15936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15937
Key:

Data

{'content': 'to come to'}