Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφθώδης
ἀφία
Ἄφιδνα
Ἀφιδναῖος
ἀφιδρόω
ἀφίδρυμα
ἀφίδρυσις
ἀφιδρύω
ἀφίδρωσις
ἀφιδρωτήριον
ἀφιερόω
ἀφιέρωσις
ἀφιζάνω
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
ἀφικτός
ἀφίκτωρ
ἀφίκω
ἀφιλάγαθος
ἀφιλανθρωπία
View word page
ἀφιερόω
to purify, hallow
ShortDef
to purify, hallow
Debugging
Headword:
ἀφιερόω
Headword (normalized):
ἀφιερόω
Headword (normalized/stripped):
αφιεροω
IDX:
15931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15932
Key:
Data
{'content': 'to purify, hallow'}