Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφθιβόρος
ἀφθιτόμητις
ἄφθιτος
ἀφθογγία
ἄφθογγος
ἀφθόνητος
ἀφθονία
ἄφθονος
ἀφθορία
ἄφθορος
ἀφθώδης
ἀφία
Ἄφιδνα
Ἀφιδναῖος
ἀφιδρόω
ἀφίδρυμα
ἀφίδρυσις
ἀφιδρύω
ἀφίδρωσις
ἀφιδρωτήριον
ἀφιερόω
View word page
ἀφθώδης
suffering from ἄφθαι, thrush

ShortDef

suffering from ἄφθαι, thrush

Debugging

Headword:
ἀφθώδης
Headword (normalized):
ἀφθώδης
Headword (normalized/stripped):
αφθωδης
IDX:
15921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15922
Key:

Data

{'content': 'suffering from ἄφθαι, thrush'}