Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφθάω
ἀφθεγγής
ἀφθεγκτέω
ἀφθεγκτί
ἄφθεγκτος
ἀφθιβόρος
ἀφθιτόμητις
ἄφθιτος
ἀφθογγία
ἄφθογγος
ἀφθόνητος
ἀφθονία
ἄφθονος
ἀφθορία
ἄφθορος
ἀφθώδης
ἀφία
Ἄφιδνα
Ἀφιδναῖος
ἀφιδρόω
ἀφίδρυμα
View word page
ἀφθόνητος
unenvied
ShortDef
unenvied
Debugging
Headword:
ἀφθόνητος
Headword (normalized):
ἀφθόνητος
Headword (normalized/stripped):
αφθονητος
IDX:
15916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15917
Key:
Data
{'content': 'unenvied'}