Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄφθα
ἅφθα
ἄφθα2
ἀφθαρσία
ἄφθαρτος
ἀφθάω
ἀφθεγγής
ἀφθεγκτέω
ἀφθεγκτί
ἄφθεγκτος
ἀφθιβόρος
ἀφθιτόμητις
ἄφθιτος
ἀφθογγία
ἄφθογγος
ἀφθόνητος
ἀφθονία
ἄφθονος
ἀφθορία
ἄφθορος
ἀφθώδης
View word page
ἀφθιβόρος
one who eats greedily

ShortDef

one who eats greedily

Debugging

Headword:
ἀφθιβόρος
Headword (normalized):
ἀφθιβόρος
Headword (normalized/stripped):
αφθιβορος
IDX:
15911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15912
Key:

Data

{'content': 'one who eats greedily'}