Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφηρωΐζω
ἀφησυχάζω
ἀφήτωρ
ἄφθα
ἅφθα
ἄφθα2
ἀφθαρσία
ἄφθαρτος
ἀφθάω
ἀφθεγγής
ἀφθεγκτέω
ἀφθεγκτί
ἄφθεγκτος
ἀφθιβόρος
ἀφθιτόμητις
ἄφθιτος
ἀφθογγία
ἄφθογγος
ἀφθόνητος
ἀφθονία
ἄφθονος
View word page
ἀφθεγκτέω
to be speechless
ShortDef
to be speechless
Debugging
Headword:
ἀφθεγκτέω
Headword (normalized):
ἀφθεγκτέω
Headword (normalized/stripped):
αφθεγκτεω
IDX:
15908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15909
Key:
Data
{'content': 'to be speechless'}