Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφηνιάζω
ἀφηνιασμός
ἀφηνιαστής
ἀφηρωΐζω
ἀφησυχάζω
ἀφήτωρ
ἄφθα
ἅφθα
ἄφθα2
ἀφθαρσία
ἄφθαρτος
ἀφθάω
ἀφθεγγής
ἀφθεγκτέω
ἀφθεγκτί
ἄφθεγκτος
ἀφθιβόρος
ἀφθιτόμητις
ἄφθιτος
ἀφθογγία
ἄφθογγος
View word page
ἄφθαρτος
uncorrupted, incorruptible

ShortDef

uncorrupted, incorruptible

Debugging

Headword:
ἄφθαρτος
Headword (normalized):
ἄφθαρτος
Headword (normalized/stripped):
αφθαρτος
IDX:
15905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15906
Key:

Data

{'content': 'uncorrupted, incorruptible'}