Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφηγητήρ
ἀφηγητικός
ἀφηδύνω
ἀφηθέω
ἀφήκω
ἀφηλικιότης
ἀφῆλιξ
ἀφηλόω
ἄφημαι
ἀφημερεύω
ἀφημερινός
ἄφημος
ἀφηνιάζω
ἀφηνιασμός
ἀφηνιαστής
ἀφηρωΐζω
ἀφησυχάζω
ἀφήτωρ
ἄφθα
ἅφθα
ἄφθα2
View word page
ἀφημερινός
daily

ShortDef

daily

Debugging

Headword:
ἀφημερινός
Headword (normalized):
ἀφημερινός
Headword (normalized/stripped):
αφημερινος
IDX:
15893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15894
Key:

Data

{'content': 'daily'}