Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφηγέομαι
ἀφήγημα
ἀφηγηματικός
ἀφήγησις
ἀφηγητέον
ἀφηγητήρ
ἀφηγητικός
ἀφηδύνω
ἀφηθέω
ἀφήκω
ἀφηλικιότης
ἀφῆλιξ
ἀφηλόω
ἄφημαι
ἀφημερεύω
ἀφημερινός
ἄφημος
ἀφηνιάζω
ἀφηνιασμός
ἀφηνιαστής
ἀφηρωΐζω
View word page
ἀφηλικιότης
childhood, nonage

ShortDef

childhood, nonage

Debugging

Headword:
ἀφηλικιότης
Headword (normalized):
ἀφηλικιότης
Headword (normalized/stripped):
αφηλικιοτης
IDX:
15888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15889
Key:

Data

{'content': 'childhood, nonage'}