Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφεψις
ἀφέψω
ἁφή
ἀφηβάω
ἀφηγέομαι
ἀφήγημα
ἀφηγηματικός
ἀφήγησις
ἀφηγητέον
ἀφηγητήρ
ἀφηγητικός
ἀφηδύνω
ἀφηθέω
ἀφήκω
ἀφηλικιότης
ἀφῆλιξ
ἀφηλόω
ἄφημαι
ἀφημερεύω
ἀφημερινός
ἄφημος
View word page
ἀφηγητικός
tending to make
ShortDef
tending to make
Debugging
Headword:
ἀφηγητικός
Headword (normalized):
ἀφηγητικός
Headword (normalized/stripped):
αφηγητικος
IDX:
15884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15885
Key:
Data
{'content': 'tending to make'}