Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄζωστος
ἀηδέω
ἀηδής
ἀηδία
ἀηδίζω
ἀηδισμός
ἀηδονία
ἀηδονιδεύς
ἀηδόνιος
ἀηδονίς
ἀηδοποιός
ἀηδών
ἀήθεια
ἀηθέσσω
ἀηθέω
ἀήθης
ἀηθίζομαι
ἄημα
ἄημι
Ἀηνόβαρβος
ἀήρ
View word page
ἀηδοποιός
quarrelsome

ShortDef

quarrelsome

Debugging

Headword:
ἀηδοποιός
Headword (normalized):
ἀηδοποιός
Headword (normalized/stripped):
αηδοποιος
IDX:
1587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1588
Key:

Data

{'content': 'quarrelsome'}