Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφετήρ
ἀφετήριος
ἀφέτης
ἀφετικός
ἄφετος
ἄφευκτος
ἀφεύρεμα
ἀφευρίσκω
ἀφεύω
ἀφέψαλος
ἀφέψημα
ἀφεψιάομαι
ἄφεψις
ἀφέψω
ἁφή
ἀφηβάω
ἀφηγέομαι
ἀφήγημα
ἀφηγηματικός
ἀφήγησις
ἀφηγητέον
View word page
ἀφέψημα
decoction

ShortDef

decoction

Debugging

Headword:
ἀφέψημα
Headword (normalized):
ἀφέψημα
Headword (normalized/stripped):
αφεψημα
IDX:
15872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15873
Key:

Data

{'content': 'decoction'}