Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφενάκιστος
ἄφενος
ἄφεξις
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἄφερνος
ἀφερπετόομαι
ἀφερπυλλόομαι
ἀφέρπω
ἄφερτος
ἀφέσιμος
Ἀφέσιος
ἄφεσις
ἀφεσμός
ἀφεσοφυλακία
ἀφεστήξω
ἀφεστήρ
ἀφεστίασις
View word page
ἀφερπυλλόομαι
change into

ShortDef

change into

Debugging

Headword:
ἀφερπυλλόομαι
Headword (normalized):
ἀφερπυλλόομαι
Headword (normalized/stripped):
αφερπυλλοομαι
IDX:
15844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15845
Key:

Data

{'content': 'change into'}