Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφελόζωος
ἀφελότης
ἄφεμα
ἀφενάκιστος
ἄφενος
ἄφεξις
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἄφερνος
ἀφερπετόομαι
ἀφερπυλλόομαι
ἀφέρπω
ἄφερτος
ἀφέσιμος
Ἀφέσιος
ἄφεσις
ἀφεσμός
ἀφεσοφυλακία
View word page
ἀφερμηνεύω
to interpret, expound

ShortDef

to interpret, expound

Debugging

Headword:
ἀφερμηνεύω
Headword (normalized):
ἀφερμηνεύω
Headword (normalized/stripped):
αφερμηνευω
IDX:
15841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15842
Key:

Data

{'content': 'to interpret, expound'}