Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφελληνίζω
ἀφελόζωος
ἀφελότης
ἄφεμα
ἀφενάκιστος
ἄφενος
ἄφεξις
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἄφερνος
ἀφερπετόομαι
ἀφερπυλλόομαι
ἀφέρπω
ἄφερτος
ἀφέσιμος
Ἀφέσιος
ἄφεσις
ἀφεσμός
View word page
ἄφερκτος
shut out from
ShortDef
shut out from
Debugging
Headword:
ἄφερκτος
Headword (normalized):
ἄφερκτος
Headword (normalized/stripped):
αφερκτος
IDX:
15840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15841
Key:
Data
{'content': 'shut out from'}