Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφελής
ἀφελκόω
ἀφέλκυσις
ἀφελκυστέον
ἀφέλκω
ἀφέλκωσις
ἀφελληνίζω
ἀφελόζωος
ἀφελότης
ἄφεμα
ἀφενάκιστος
ἄφενος
ἄφεξις
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἄφερνος
ἀφερπετόομαι
ἀφερπυλλόομαι
View word page
ἀφενάκιστος
free from cajolery, straightforward
ShortDef
free from cajolery, straightforward
Debugging
Headword:
ἀφενάκιστος
Headword (normalized):
ἀφενάκιστος
Headword (normalized/stripped):
αφενακιστος
IDX:
15834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15835
Key:
Data
{'content': 'free from cajolery, straightforward'}