Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφεκτικός
ἀφέλεια
ἀφελής
ἀφελκόω
ἀφέλκυσις
ἀφελκυστέον
ἀφέλκω
ἀφέλκωσις
ἀφελληνίζω
ἀφελόζωος
ἀφελότης
ἄφεμα
ἀφενάκιστος
ἄφενος
ἄφεξις
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἄφερνος
View word page
ἀφελότης
simplicity
ShortDef
simplicity
Debugging
Headword:
ἀφελότης
Headword (normalized):
ἀφελότης
Headword (normalized/stripped):
αφελοτης
IDX:
15832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15833
Key:
Data
{'content': 'simplicity'}